λαις

λαις
Είδος πετρώματος. Βλ. λ. λες.
* * *
και λες, το
γεωλ. ανοιχτοκίτρινο ιζηματογενές πέτρωμα, τού οποίου οι κόκκοι είναι ισομεγέθεις με τους κόκκους τής ιλύος και είναι χαλαρά συγκολλημένοι με ανθρακικό ασβέστιο, αλλ. άσβεστούχος πηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. loess, loss < γερμ. loss, άλλος τ. τού losch, διαλ. τ. τής Ελβετίας, συγγ. με το αρχ. άνω γερμ. lōs «χαλαρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λαίς — Λαί̱ς , Λαίς fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Λαίς fem nom sg Λαίς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαΐς — Είδος πετρώματος. Βλ. λ. λες. * * * λαΐς, ίδος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ληΐς …   Dictionary of Greek

  • λαίς — λᾱίς , ληίς booty fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαί — Λαίς fem voc sg Λαίς fem voc sg Λής masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαῖ — Λαίς fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαίδα — Λαίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαίδας — Λαίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαίδες — Λαίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαίδι — Λαίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαίδος — Λαίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”